Γλωσσάρι

Σημείωση: Η παράθεση των όρων με κόκκινο, έγινε για να διευκολυνθούν οι μαθητές στην μελέτη τους.
Εντούτοις, διευκρινίζεται ότι ΔΕΝ αντιστοιχούν σε εξεταστέα ύλη




Ταξινομημένα προς το παρόν Κατά τελευταία ενημέρωση (αύξουσα) Ταξινόμηση χρονολογικά: Κατά τελευταία ενημέρωση αλλαγή σε (φθίνουσα) | Κατά ημερομηνία δημιουργίας

Σελίδα:  1  2  3  (Επόμενο)
  ΟΛΑ

:
Οργανική ένωση που περιέχει χλώριο (αλογονωμένος υδρογονάνθρακας). Είναι ισχυρά τοξική μη βιοδιασπώμενη ένωση και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα ως εντομοκτόνο, ιδιαίτερα μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, για την καταπολέμηση των κουνουπιών στις ελώδεις περιοχές και τον περιορισμό της μετάδοσης της ελονοσίας.
:
Το φαινόμενο κατά το οποίο τοξικές χημικές ουσίες δεν μεταβολίζονται, δεν διασπώνται, (μη βιοδιασπώμενες) ούτε αποβάλλονται από τους οργανισμούς στο σώμα των οποίων φτάνουν με την τροφή, αλλά μεταφέρονται αναλλοίωτες από το ένα τροφικό επίπεδο στο επόμενο, με αποτέλεσμα η συγκέντρωσή τους να αυξάνεται.
:
Βιομηχανική μέθοδος κατεργασίας δερμάτων (με σκοπό τη μετατροπή τους σε ένα σταθερό υλικό που δεν σήπεται- σαπίζει, φθείρεται ή μυρίζει και ικανοποιεί τις απαιτήσεις του καταναλωτή). Η κατεργασία χρησιμοποιεί τοξικές χημικές ενώσεις όπως άλατα χρωμίου που κάνουν το δέρμα μαλακό και εύπλαστο ώστε να μπορεί να βαφεί με ευρεία γκάμα χρωμάτων.
:
Νομαδικές φυλές της Αλάσκας, της Γροιλανδίας και του Καναδά. Έχουν χαμηλό ή μέσο ανάστημα, ελαφρά κίτρινο δέρμα και χαρακτηριστικά σχιστά μάτια. Κύρια τροφή τους αποτελούν αλιεύματα αλλά και θηλαστικά όπως οι φώκιες, το δέρμα των οποίων χρησιμοποιούν και για ένδυση.
:
Μορφή ρύπανσης των υδάτινων οικοσυστημάτων που εκδηλώνεται με την υπερβολική ανάπτυξη των υδρόβιων φωτοσυνθετικών οργανισμών, ως αποτέλεσμα του εμπλουτισμού του νερού με νιτρικά και φωσφορικά ιόντα, που είτε περιέχονται σε λιπάσματα και απορρυπαντικά, είτε προκύπτουν από την αποικοδομητική δράση μετά την απόρριψη στα νερά αστικών λυμάτων. Συνοδεύεται από υπέρμετρη αύξηση του ζωοπλαγκτού και των αποικοδομητών και μείωση των ανώτερων καταναλωτών (ψάρια) λόγω έλλειψης οξυγόνου.
:
Υδρόβιοι μονοκύτταροι ζωικοί οργανισμοί που τρέφονται με φυτοπλαγκτόν.
:
Ουσίες που δεν διασπώνται από τους οργανισμούς με αποτέλεσμα ακόμα και αν βρίσκονται σε χαμηλές συγκεντρώσεις να συσσωρεύονται στους κορυφαίους καταναλωτές καθώς περνούν από τον ένα κρίκο της τροφικής αλυσίδας στον επόμενο. Τέτοιες ουσίες είναι τα βαρέα μέταλλα, διάφορα εντομοκτόνα και παρασιτοκτόνα, τα ραδιενεργά απόβλητα, καθώς και τα παραπροϊόντα των πυρηνικών εκρήξεων.
:
Μορφή ρύπανσης που οφείλεται στην αύξηση του μικροβιακού φορτίου των υδάτων. Η μόλυνση των υδάτων μπορεί να γίνει αιτία για τη διάδοση σοβαρών νοσημάτων.
:
Τελικά προϊόντα απέκκρισης του πεπτικού σωλήνα των σπονδυλωτών σε στερεή ή ρευστή κατάσταση. Τα περιττώματα των μηρυκαστικών ζώων (κοπριά) και ορισμένων θαλασσοπουλιών (γκουανό) είναι πλούσια σε οργανικό άζωτο, γι αυτό και χρησιμοποιούνται σαν λίπασμα.
:
Έκφραση περιεκτικότητας μίας ουσίας (στερεής, υγρής ή αέριας) σε ένα μίγμα ουσιών. Εκφράζεται σε μονάδες όγκου ανά όγκο ή βάρους ανά όγκο ή βάρους ανά βάρος (μg/Kg).

Σελίδα:  1  2  3  (Επόμενο)
  ΟΛΑ