Γλωσσάρι

Σημείωση: Η παράθεση των όρων με κόκκινο, έγινε για να διευκολυνθούν οι μαθητές στην μελέτη τους.
Εντούτοις, διευκρινίζεται ότι ΔΕΝ αντιστοιχούν σε εξεταστέα ύλη



Προβολή του λεξικού χρησιμοποιώντας αυτό το ευρετήριο

Ειδικά | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο
Π | Ρ | Σ | Τ | Υ | Φ | Χ | Ψ | Ω | ΟΛΑ

Μ

:
Μακριές νηματοειδείς δομές που βοηθούν στην κίνηση των πρωτοζώων και μερικών βακτηρίων.
Λέξεις κλειδιά:
:
Η διαδικασία κατά την οποία, με καλούπι τη μία από τις δύο αλυσίδες του DNA, συντίθεται ένα μονόκλωνο μόριο RNA. Με τη διαδικασία αυτή προκύπτουν όλα τα είδη RNA (mRNA, tRNA, rRNA).
Λέξεις κλειδιά:
:
Η διαδικασία σύνθεσης των πρωτεϊνών, που πραγματοποιείται στα ριβοσώματα. Κατά τη διαδικασία αυτή η αλληλουχία νουκλεοτιδίων του mRNA «υπαγορεύει» την παραγωγή μιας πεπτιδικής αλυσίδας με συγκεκριμένη αλληλουχία αμινοξέων.
Λέξεις κλειδιά:
:
Είναι τα μικρόβια τα οποία δεν είναι βλαβερά για την υγεία του ανθρώπου, όπως αυτά που χρησιμοποιούνται στη διατροφή (π.χ. ζυμομύκητες).
Λέξεις κλειδιά:
:
Λέγονται και μικρόβια. Είναι οι οργανισμοί που δεν μπορούν να παρατηρηθούν με γυμνό μάτι, γιατί έχουν μέγεθος μικρότερο από 0,1 mm.
Λέξεις κλειδιά:
:
Eίναι πληθυσμός μικροβίων που αποικίζουν το σώμα μας από τη στιγμή της γέννησής μας και είναι ωφέλιμα για την υγεία μας, είτε επειδή μας ωφελούν παράγοντας χρήσιμες ουσίες, είτε επειδή ανταγωνίζονται την εγκατάσταση των παθογόνων μικροβίων.
Λέξεις κλειδιά:
:
Τρόπος αναπαραγωγής των μονοκύτταρων οργανισμών. Γίνεται με διχοτόμηση ή με εκβλάστηση του μητρικού οργανισμού και δεν απαιτεί την ύπαρξη διακριτών φύλων (αρσενικό, θηλυκό). Μονογονία παρατηρείται και σε φυτά.
Λέξεις κλειδιά:
:
Μονοκύτταροι ή πολυκύτταροι ευκαρυωτικοί οργανισμοί. Παρασιτούν ή ζουν ελεύθεροι σε αέρα, στο νερό, στο έδαφος ή στα τρόφιμα και αναπαράγονται μονογονικά με απλή διχοτόμηση ή με εκβλάστηση. Μερικοί είναι παθογόνοι ενώ άλλοι μπορεί να είναι χρήσιμοι σαν αποικοδομητές ή για την παραγωγή ουσιών (π.χ. αντιβιοτικά).
:
Νοσήματα που προκαλούνται στον άνθρωπο από παθογόνους μύκητες (π.χ. δερματόφυτα).