Προβολή του λεξικού χρησιμοποιώντας αυτό το ευρετήριο
Ειδικά |
Α |
Β |
Γ |
Δ |
Ε |
Ζ |
Η |
Θ |
Ι |
Κ |
Λ |
Μ |
Ν |
Ξ |
ΟΠ |
Ρ |
Σ |
Τ |
Υ |
Φ |
Χ |
Ψ |
Ω |
ΟΛΑ
Εντομοκτόνα: Τοξικές ουσίες που χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση εντόμων που βλάπτουν τις καλλιέργειες ή εντόμων που είναι φορείς παθογόνων μικροβίων (όπως το πλασμώδιο που προκαλεί την ελονοσία). Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο απελευθερώθηκαν σε μεγάλες ποσότητες. Πολλά από αυτά όπως το DDT αποτελούν τοξικούς ρυπαντές, αφού, ακόμα και αν βρίσκονται σε μικρές συγκεντρώσεις, επειδή δεν μεταβολίζονται, δε διασπώνται, και δεν αποβάλλονται, συσσωρεύονται στους ανώτερους καταναλωτές όπως τα αρπακτικά πουλιά και ο άνθρωπος. Λόγω υψηλής τοξικότητας, τα εντομοκτόνα αυτά αντικαταστάθηκαν από άλλα βιοδιασπώμενα. |
|
Εσκιμώοι: Νομαδικές φυλές της Αλάσκας, της Γροιλανδίας και του Καναδά. Έχουν χαμηλό ή μέσο ανάστημα, ελαφρά κίτρινο δέρμα και χαρακτηριστικά σχιστά μάτια. Κύρια τροφή τους αποτελούν αλιεύματα αλλά και θηλαστικά όπως οι φώκιες, το δέρμα των οποίων χρησιμοποιούν και για ένδυση. |
|
Ευτροφισμός: Μορφή ρύπανσης των υδάτινων οικοσυστημάτων που εκδηλώνεται με την υπερβολική ανάπτυξη των υδρόβιων φωτοσυνθετικών οργανισμών, ως αποτέλεσμα του εμπλουτισμού του νερού με νιτρικά και φωσφορικά ιόντα, που είτε περιέχονται σε λιπάσματα και απορρυπαντικά, είτε προκύπτουν από την αποικοδομητική δράση μετά την απόρριψη στα νερά αστικών λυμάτων. Συνοδεύεται από υπέρμετρη αύξηση του ζωοπλαγκτού και των αποικοδομητών και μείωση των ανώτερων καταναλωτών (ψάρια) λόγω έλλειψης οξυγόνου. |
|