Γλωσσάρι
Σημείωση
: Η παράθεση των όρων με κόκκινο, έγινε για να διευκολυνθούν οι μαθητές στην μελέτη τους.
Εντούτοις, διευκρινίζεται ότι
ΔΕΝ
αντιστοιχούν σε εξεταστέα ύλη
Αναζήτηση πλήρους κειμένου
Προβολή ανά αλφάβητο
Προβολή ανά κατηγορία
Προβολή ανα ημερομηνία
Προβολή ανά συγγραφέα
Προβολή του λεξικού χρησιμοποιώντας αυτό το ευρετήριο
Ειδικά
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Υ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
|
ΟΛΑ
Γ
Γονοκοκκική ουρηθρίτιδα ή γονόρροια
:
Σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα που συχνά προκαλεί φλεγμονή στην ουρήθρα και αν δε θεραπευθεί έγκαιρα μπορεί να προκαλέσει στειρότητα.
Γονόκοκκος
:
(Neisseria gonorrhoeae)
Βακτήριο που προκαλεί την σεξουαλικώς μεταδιδόμενη ασθένεια γονοκοκκική ουρηθρίτιδα ή απλά γονόρροια.