Β) «… πολίτης δ’ ἁπλῶς… ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν.» Η ΕΠΑΡΚΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗ ΟΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ «ΠΟΛΙΤΗ»


  1. Τα επαρκή κριτήρια του ορισμού του πολίτη

    Μετά την αναφορά στα κριτήρια, που δεν αποδεικνύουν επαρκώς ότι κάποιος είναι πολίτης, ο Αριστοτέλης καταλήγει στα δύο επαρκή γνωρίσματα προσδιορισμού της έννοιας. Πολίτης, λοιπόν, είναι:

    α) αυτός που συμμετέχει στη δικαστική εξουσία, που έχει δηλαδή το δικαίωμα να δικάζει ως μέλος δικαστηρίου και ειδικότερα του λαϊκού δικαστηρίου της Ηλιαίας («μετέχειν κρίσεως») και

    β) αυτός που συμμετέχει στην πολιτική εξουσία, αφενός δηλαδή στη διοίκηση του κράτους εκλέγοντας τους ηγέτες της πόλης του και αφετέρου μετέχοντας στα όργανα που λαμβάνουν τις πολιτικές αποφάσεις και νομοθετούν (βουλή, εκκλησία του δήμου) («μετέχειν ἀρχῆς»).

  2. Ο ορισμός του πολίτη: «πολίτης δ’ ἁπλῶς οὐδενί τῶν ἄλλων ὁρίζεται μᾶλλον ἤ τῷ μετέχειν κρίσεως και ἀρχῆς».

    Ο ορισμός αποδίδει την ίδια την ουσία της πόλης, γιατί η πόλη είναι συμβιωτική κοινότητα που διέπεται από σχέσεις εξουσίας μεταξύ των μελών της με το εξής όμως γνώρισμα: η εξουσία ασκείται μεταξύ ίσων. Ο πολίτης, το ίδιο και όλοι οι άλλοι, έχει κάποια μορφή βουλευτικής και δικαστικής εξουσίας στην πόλη. Ανεξάρτητα από το είδος του πολιτεύματος, πολίτης είναι αυτός που αναδέχεται κάποια δικαστική ή βουλευτική εξουσία, αλλά οι συνθήκες για την απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη μεταβάλλονται ανάλογα με τα πολιτεύματα. Οι πολίτες είναι εξ ορισμού ελεύθεροι, γιατί υπάρχουν και πράττουν για χάρη του εαυτού τους και όχι για χάρη άλλων. Υπάρχουν και πράττουν για χάρη της ευδαιμονίας τους που αποτελεί τον τελικό σκοπό της ύπαρξης της πόλης.
    Εν ολίγοις, ο «αριστοτελικός» πολίτης είναι αυτός που συμμετέχει στη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική αρχή. Αυτή η συμμετοχή παρουσιάζεται από τον φιλόσοφο ως το σπουδαιότερο δικαίωμά του, διότι χάρη σε αυτό ο πολίτης διαχειρίζεται τα πολιτικά πράγματα, πολιτεύεται. Ισοδυναμεί με τη συμμετοχή στο σύνολο σχεδόν των λειτουργιών της πόλης - κράτους.
    Φυσικά, ο φιλόσοφος αναφέρεται στην πόλη της δημοκρατικής Αθήνας, την πόλη της άμεσης δημοκρατίας, αλλά και σε όσες πόλεις-κράτη είχαν παρόμοια πολιτεύματα, γιατί σε πολιτεύματα ολιγαρχικά ή τυραννικά, όπως αυτά της Σπάρτης και της Κρήτης δεν είχαν όλοι οι πολίτες το δικαίωμα να συμμετέχουν στις λειτουργίες του κράτους.

  3. Η σημασία της συμμετοχής στις δικαστικές λειτουργίες

    Η συμμετοχή στις δικαστικές λειτουργίες είναι, κατά τον Αριστοτέλη, απολύτως σημαντική για τον ορισμό της έννοιας «πολίτης». Και ο ίδιος ο Πλάτωνας, άλλωστε, τόνιζε στους Νόμους ότι η μη συμμετοχή σε αυτές ισοδυναμούσε με μη συμμετοχή στο σύνολο των λειτουργιών της πόλης («ὁ γὰρ ἀκοινώνητος ὢν ἐξουσίας τοῦ συνδικάζειν ἡγεῖται τὸ παράπαν τῆς πόλεως οὐ μέτοχος εἶναι» 768b 2). Μια πόλη με σωστό σύστημα απονομής δικαιοσύνης, που λειτουργεί με ορθούς νόμους, αμεροληψία και ελευθερία, διαφυλάσσει τα δικαιώματα των πολιτών (την ισονομία, την ισηγορία και την παρρησία), συμβάλλει στην αποφυγή κοινωνικών συγκρούσεων και αναταραχών, και εξασφαλίζει ηρεμία, γαλήνη, ασφάλεια και κατ’ επέκταση την ευδαιμονία, που είναι και ο ύψιστος σκοπός της πόλης. Όλα αυτά όμως μπορούν να επιτευχθούν μόνο με τη συμμετοχή όλων των πολιτών στις δικαστικές λειτουργίες. Τα παραπάνω αποδεικνύουν, βέβαια, την ύπαρξη ενός υψηλού επιπέδου πολιτισμού, καθώς η έννοια της δικαιοσύνης προϋποθέτει ανθρώπους ενάρετους, ηθικούς και καλλιεργημένους.

  4. «πόλιν δὲ τὸ τῶν τοιούτων πλῆθος ἱκανὸν πρὸς αὐτάρκειαν ζωῆς»
    Ο νέος ορισμός της πόλης σε σχέση με τον πολίτη


    Στην προηγούμενη ενότητα ο Αριστοτέλης δήλωσε πως, για να προχωρήσει στον ορισμό της «πολιτείας», πρέπει πρώτα να ορίσει την έννοια «πόλις», που είναι το «ὅλον»· και για να γίνει αυτό, πρέπει να προηγηθεί η έννοια του «πολίτη», που είναι το «μέρος» του «ὅλου». Αφού, λοιπόν, έδωσε τον ορισμό του πολίτη, συνθέτει νέο ορισμό για την πόλη σε σχέση όμως με τον πολίτη και τη συμβολή του στο βασικό γνώρισμα της πόλης, σε αυτό της αυτάρκειας. Η πόλη, επομένως, είναι:

    α) το σύνολο των πολιτών που έχουν το δικαίωμα να συμμετέχουν στην πολιτική και δικαστική εξουσία και

    β) το σύνολο των πολιτών που είναι αρκετοί στον αριθμό και ικανοί στην αξιοσύνη, την αρετή (διανοητική και ηθική), όχι τυχαίοι και ανάξιοι, ικανοί να εξασφαλίζουν αυτάρκεια στην πόλη.

    Με δεδομένο ότι πόλη είναι ένα σύνολο πολιτών, που διαθέτει εξουσίες, διατηρείται ως ενιαία ολότητα που υπηρετεί τον τελικό της σκοπό, την ευδαιμονία, η οποία όμως προϋποθέτει αυτάρκεια, γιατί η αυτάρκεια που επιτυγχάνεται στην πόλη, όταν ικανοποιούνται όλες οι ανάγκες ζωής, είναι συνώνυμη με την ευτυχία, το «εὖ ζῆν» . Οι άνθρωποι, ως άτομα και σύνολα, επειδή είναι ελλιπή όντα, είναι δυνατόν να είναι ευτυχείς, μόνο αν είναι σε θέση να έχουν επάρκεια, την οποία βρίσκουν μέσα στην πόλη και από την πόλη. Η πολιτική κοινωνία ως πλήρης ύπαρξη, που δεν της λείπει τίποτε και μπορεί να εγγυηθεί το «εὖ ζῆν», είναι αποτέλεσμα της συνειδητής πολιτικής πράξης των πολιτών. Έτσι, ο Αριστοτέλης προοικονομεί τη συνέχεια των αναλύσεών του, όπου θα εκθέσει τις απόψεις του για την ποιότητα του πολίτη και του πολιτικού και για τα γνωρίσματα του σπουδαίου πολίτη και πολιτικού άρχοντα.
    Σε άλλο σημείο των Πολιτικῶν (1328b 16) ο Αριστοτέλης διδάσκει ότι: «ἡ … πόλις πλῆθός ἐστιν οὐ τὸ τυχὸν ἀλλὰ πρὸς ζωὴν αὔταρκες, … ἐὰν δέ τι τυγχάνῃ τούτων ἐκλεῖπον, ἀδύνατον ἁπλῶς αὐτάρκη τὴν κοινωνίαν εἶναι ταύτην», και, όπως ήδη έχει αναφέρει στη 12η ενότητα, η αυτάρκεια της πόλης συνδέεται με το «εὖ ζῆν», την ευδαιμονία των πολιτών, και δεν αφορά απλώς τα υλικά αγαθά και την εμπορική της ανάπτυξη, αλλά και την ύπαρξη αμυντικών δυνατοτήτων, συστήματος χρηστής διοίκησης και απονομής δικαιοσύνης. Έτσι, η πόλη καθίσταται αυτόνομη σε όλους τους τομείς.